- ταρσικοϋφικός
- ταρσικοϋφικός, ή, όν,A for weaving Tarsian fabrics,
ἱστός POxy. 1705.6
(iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱστός POxy. 1705.6
(iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταρσικοϋφικός — ή, όν, Α ο κατάλληλος για την ύφανση τών υφασμάτων τής Ταρσού («ταρσικοϋφικός ἱστός», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταρσικός (Ι) + υφικός (< υφαίνω)] … Dictionary of Greek